6 Ιουλ 2018

Δεν είμαι είκοσιτριών ετών

-Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπή 


Δεν ειμαι είκοσιτριών ετών


Κάθε βράδυ,
ο καθρέφτης δείχνει τη νιότη,
και η πένα το γήρας.

Σαράντα χρόνων το συναίσθημα
ελέγχει όλα τα αυθόρμητα νεύματα.
Θέλησα να τα ζήσω ολα,
έγινα κι εγώ,
εκείνο το αγουρο συκο
που βιάστηκαν να κόψουν,
μη λάχει και σαπίσει.


Το σώμα,
σφύζει από άφθαρτες ορμόνες,
μα το εγκεφαλικό δοχείο της φροντίδας,
επί χρόνια,
άδειο παραμένει.

Ξέρω,
ειμαι πολύ καλός παρατηρητης
της ζωής των άλλων,
τόσο που,
ξεχνάω πως μπορώ κι εγώ να ζω. 

Να 'ταν η ζωή ανάποδα,
να γερνούσαμε μικραίνοντας,
να χαμε τη γνώση πρώτα,
και στο τέλος,
την άγνοια του θανάτου.


25 Ιουν 2018

Λανθάνοντα ένστικτα


-Στέλλα--Λουΐζα Κατσαμπή  Ιούνιος 2018


Λανθάνοντα ένστικτα

Κρατούσες ένα μωρό
το σήκωνες ψηλά
σχεδόν το λατρευες,
σχεδόν μπορούσες να το αγαπήσεις,
σχεδόν ζήλευες την ύπαρξη του, 

και λέω σχεδόν,
γιατί μόνο οι λιποψυχοι
δεν θέλουν τις ευθύνες,
για αυτό,
δεν αγαπάνε τις γυναίκες,
που γίνονται καλές μητέρες.

Μιλάω όμως πάλι,
για τον θαυμαστό σου μικρόκοσμο,
να αεροβαφτιζεις παιδια
ψελλίζοντας του πατέρα σου το όνομα
που δεν ήταν αρκετός
να σε σηκώσει ψηλα
στης μανας σου τα μάτια 
και αυτό,
το μίσος για το θήλυ,
για την πρώτη γυναίκα που αγάπησες,
που δεν σε κράτησε ποτέ,
σε κάνει πάντα αχάριστο,
σε κάνει ζώο,
σε κάνει ύλη.


Μου είχες πει κάποτε,
πως αν κάναμε παιδί θα μου έμοιαζε,
και εγώ γέλασα,
γιατί θα ήταν όμορφο,
και θα ήταν η τελευταία σου ευκαιρία,
να αγαπήσεις τον εαυτό σου,
και να νιώσεις περήφανος 

για κάτι που έπραξες.

Αναρωτιέμαι όμως,
αν
-όπως κάθε ξεδιάντροπη φορά -
μιλάω πάλι για τον εαυτό μου.



12 Ιουν 2018

Αν ήθελα να υπάρχω

Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπή, Μάιος 2018


Αν ήθελα να υπάρχω



Αν ήθελα να υπάρχω,
θα φρόντιζα πρώτα την ύλη.
Πέντε κιλά λιγότερος εαυτός,
θα μπορούσαν να χτίσουν εντέχνως το φύλο: θήλυ.

Έπειτα,
θα αφαιρούσα τη γνώση.
Σίγουρα θα μπάλωνα τις τρύπες.
Η σιωπή είναι πάντα διαθέσιμη,
να προφυλάξει τη νιότη.

Τέλος,
θα άφηνα το πνεύμα ελεύθερο,
για να μην φοβάμαι,
πως κάποιος,
θα το λιβανίσει,
θα το ξορκίσει,
στην προσπάθεια του
να τρυπώσει στην ύλη,
ή να καλλωπίσει την άγνοια μου
ή να με αφανίσει.


11 Μαΐ 2018

Φοβάμαι

-Στέλλα- Λουΐζα Κατσαμπή, Μάιος 2018

Φοβάμαι

Μάνα,
εσύ μου έλεγες να φοβάμαι
τις πουτάνες, 
τα σοκάκια, 
τους τρελούς.

Δεν μου 'πες,
όμως,
μάνα,
πως να μην φοβάμαι
τους άνδρες,
τους ευσπλαχνικούς,
τους ιδανικούς συζύγους, 
τους καλούς πατέρες
και τους περιποιητικούς.

Μάνα, 
φοβάμαι πως κάποια μέρα
θα με αγαπήσουν 
και δεν θα μπορώ να είμαι πια
μια τρελή πουτάνα σε σοκάκια.



Πάρος, 2016





20 Απρ 2018

Αυτοτραυματισμοί

-Στέλλα Λουΐζα Κατσαμπή, Aπρίλιος 2018

Αυτοτραυματισμοί

"Να σε σπάσω στο ξύλο, γαμημένε"
ούρλιαζε 
από το λάρυγγά της, 
από τα σκέλια της,
από τον ομφαλό της. 

Ο εαυτός της, 
σαν καλός νοικοκύρης 
την περιμάζευε πάντα στο τέλος 
και της θύμιζε, 
πως δεν έπρεπε να σφίγγει τόσο 
τον πνίχτη της ύπαρξης, 
γιατί φλέρταρε επικίνδυνα 
με την ανυπαρξία.

Κανείς θεός,
δεν θα λάμβανε ως δώρο
το αίμα της αυτοθυσίας της. 

"Σε σιχαίνομαι, φύγε" 
κι έπεφτε στα πόδια του
σαν κουτάβι μικρό,
-έτοιμη-
να τον αλυσοδέσει,
με περίσσια απόλαυση 
στο αγκάθινο μαστίγιό της. 







4 Απρ 2018

Πάσχα

-Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπή, Απρίλιος 2018


Πάσχα


Είναι το Πάσχα
που βρωμοκοπάει
θρήνο

ή 

ό,τι ψόφησε
 εντός μου,
-επιτέλους!-
ζέχνει;


12 Ιαν 2018

Σε εκείνο το λόφο, δεν φυτρώνουν παπαρούνες

-Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπή, Ιανουάριος 2017

Σε  εκείνο το λόφο, δεν φυτρώνουν παπαρούνες

Η Μαρία-Έλενα ήταν μια έξυπνη κοπέλα. Ήταν υπάλληλος γραφείου και περπατούσε καθημερινά ένα χιλιόμετρα για να πάει στην εταιρία στην οποία δούλευε. Ξεκινούσε στις εννιά και τελείωνε στις τέσσερις. Έπειτα, πήγαινε στη μητέρα της έτρωγε και γυρνούσε σπίτι, να αλλάξει και να πάει γυμναστήριο. Έβλεπε τους φίλους της κάθε Τετάρτη, Παρασκευή και Σάββατο. Οι κυριακές ήταν αφιερωμένες στο διάβασμα και στο να αφιερώσει χρόνο στον εαυτό της. Που και που ερχόταν και κάποιος εραστής σπίτι της. Της άρεσε η γιόγκα, οι κωμωδίες και να πηγαίνει βόλτα το σκύλο του γείτονα κάποια απογεύματα.
   Μια μέρα, η Μαρία-Έλενα, αποφάσισε να πάρει το σκύλο του γείτονα και να πάει βόλτα στην εξοχή. Υπήρχε ένας λόφος με θέα την πόλη στα δεκαπέντε χιλιόμετρα, και ήταν μια ηλιόλουστη Κυριακή. Πήρε το μικρό μαλτεζάκι, το έβαλε στο χιουντάι της και ξεκίνησε όλο χαρά για τον κοντινό λόφο. Στη Μαρία-Έλενα άρεσε να μένει μόνη της και να διαβάζει βιβλία. Περπάτησε, λοιπόν, με το κουτάβι μέχρι την κορυφή του λόφου και κάθισε στο γρασίδι, απλώνοντας ένα λευκό σεντόνι επάνω του. Άνοιξε το βιβλίο της και ξεκίνησε να διαβάζει, τρώγοντας ένα μήλο.
  Η Μαρία-Έλενα ήταν μια έξυπνη κοπέλα γιατί δεν σκεφτόταν πολύ. Όταν έπρεπε να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα, σχεδίαζε μεθοδικά, βήμα προς βήμα την επίλυση του και δεν αναλωνόταν καθόλου σε διαδικασίες υπερανάλυσης και χαοτικών, ενεργοβόρων σεναρίων. Ήθελε να κάνει τρία παιδιά, να έχει ένα μικρό σπίτι στην εξοχή και να περνάει χρόνο με τα παιδιά της και το σύντροφό της τα απογεύματα και τα σαββατοκύριακα. Φανταζόταν πως σε 10 χρόνια από τώρα θα τα είχε πάρει προαγωγή και θα ήταν υπεύθυνη προσωπικού. Αγαπούσε πολύ τη δουλειά της και ήθελε να είναι επιτυχημένη ως μαμά και εργαζόμενη.
  Ενώ, λοιπόν, η Μαρία-Έλενα καθόταν στο λόφο, παρατήρησε πως δεν υπάρχουν παπαρούνες τριγύρω, που συνήθως εκείνη την εποχή ξεφύτρωναν αδέσποτα παντού. Είδε το πράσινο γρασίδι να απλώνεται παντού ώσπου δεν έπιανε το βλέμμα σου τον ορίζοντα. Τότε για πρώτη φορά αναλογίστηκε τη ζωή της. Όλα ήταν ένα απέραντο πράσινο γρασίδι, μια επιφάνεια σαν καρδιογράφημα, που δεν είχε τίποτα κόκκινο μέσα, δεν είχε τίποτα ενθουσιώδες και με πάθος στη ζωή της. Όλες οι σχέσεις της ήταν ήρεμες και έληγαν φιλικά, επειδή έκανα τον κύκλο τους. Η σχέση της με τους γονείς ήταν ήπιες και αγαπημένες, με ισορροπία και κατανόηση. Η  φιλίες της τα ίδια. Στα επαγγελματικά της όλοι την σέβονταν και την περιποιούνταν.
  Κοντοστάθηκε για λίγο και σκέφτηκε: ζω μια ζωή που δεν έχει τίποτα ευφάνταστο και ενθουσιώδες. Δεν υπάρχει τίποτα υπερβολικό και ακραίο, που να με κάνει να νιώθω κάτι έντονο και μοναδικό. Όλα είναι επίπεδα και ήρεμα. Ακούω και διαβάζω για ανθρώπους που ζούνε συντριπτικά πάθη, παλεύουν μανιωδώς να ανελιχθούν και να πετύχουν, αγωνίζονται να κατακτήσουν τα αδάμαστα, κι εγώ τι; Θα κάνω μια μονότονη, φυσιολογική ζωή, όπως όλοι οι άλλοι. 
 Η Μαρία-Έλενα έκλεισε το βιβλίο, πήρε το σκύλο, μπήκε στο αμάξι και αγνόησε παντελώς αυτές τις σκέψεις, γιατί ήταν μια έξυπνη κοπέλα.